θυρώματος

θυρώματος
θύρωμα
doorway
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

  • αγκωνάρι — το 1. γωνία οικοδομήματος, τοίχου, θυρώματος κ.λπ. που εξέχει 2. ογκώδης λίθος, πελεκημένος σε σχήμα παραλληλογράμμου, που τοποθετείται στις γωνίες τών οικοδομημάτων 3. κάθε ογκώδης λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκωνή. ΠΑΡ. αγκωναρένιος, αγκωναριά. ΣΥΝΘ …   Dictionary of Greek

  • πρόστασις — άσεως, ἡ, Α [προΐστημι] 1. επιδεικτική εξωτερική μεγαλοπρέπεια, επίπλαστη δόξα 2. η προστάς* 3. (δ. γρφ.) η πρόσστασις* 4. φρ. «πρόστασις ἡ πρὸς τοῡ θυρώματος» το προστομιαίο(ν) …   Dictionary of Greek

  • Βένετο — I (Veneto ή Venézia Euganea). Ιστορική και διοικητική περιφέρεια (18.365 τ. χλμ., 4.487.560 κάτ. το 2000) της ΒΑ Ιταλίας, στο ΒΑ γεωγραφικό διαμέρισμα της χώρας. Διοικητικά αποτελείται από επτά επαρχίες: Μπελούνο, Πάντοβα, Ροβίγκο, Τρεβίζο,… …   Dictionary of Greek

  • Βιλιτζέλμο — (Wiligelmo,12ος αι.).Ιταλός γλύπτης, ο κορυφαίος εκπρόσωπος της ρομανικής γλυπτικής της Eμίλια. Η αναγραφή του ονόματός του στην αναμνηστική πλάκα της θεμελίωσης της μητρόπολης της Μοντένα είναι η μόνη μαρτυρία που υπάρχει γι’ αυτόν. Του… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… …   Dictionary of Greek

  • Μαϊτάνι, Λορέντζο — (Lorenzo Maitani, Σιένα 1275; – Ορβιέτο 1330). Ιταλός αρχιτέκτονας και γλύπτης. Στις αρχές του 14ου αι. συγκαταλεγόταν στους τεχνίτες που εργάστηκαν στον καθεδρικό ναό της Σιένα· το 1308 έλαβε μέρος στις εργασίες αποπεράτωσης του καθεδρικού ναού… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Επιδαύρου — Το μικρό αλλά πλούσιο σε ευρήματα Μουσείο της Επιδαύρου βρίσκεται στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου του Ασκληπιείου. Είναι ένα μακρόστενο κτίριο που δένει αρμονικά με τον περιβάλλοντα χώρο με τις λιτές γραμμές και τα διακριτικά χρώματά του.… …   Dictionary of Greek

  • Ντέλα Κουέρτσια, Γιάκοπο — (Jacopo Della Quercia, Σιένα περ. 1371 – 1438). Ιταλός γλύπτης, ξυλόγλυπτης και χρυσοχόος. Ήταν γιος του Πιερο ντι Γκουαρνιέρι. Το πρώτο βέβαιο έργο του είναι ο τάφος της Ιλάρια ντελ Καρέτο, συζύγου του Πάολο Γκουινίτζι, που εκτελέστηκε το 1406… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”